μαργαρίτης

μαργαρίτης
Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο Παρίσι. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, ίδρυσε το πρώτο λιθογραφικό εργαστήριο στην Ελλάδα μαζί με τον αδελφό του (1836). Διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων και δίδαξε επίσης στη Σχολή των Τεχνών (1843-53). Ιδιώτευσε μετά το 1853 και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Τα έργα του χαρακτηρίζονταν από κλασικότροπο ύφος. 2. Δημήτριος (1804 – 1883). Αγωνιστής του 1821 και διπλωμάτης. Ήταν γιος του Φίλιππου (βλ. 3). Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σμύρνη και εντάχθηκε μαζί με τον πατέρα του στον πολεμικό στόλο των Ψαριανών όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Ως αξιωματικός, συμμετείχε σε διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις και ναυμαχίες και διακρίθηκε για την τόλμη και τις πολεμικές του ικανότητες. Αργότερα, στάλθηκε από την κυβέρνηση Καποδίστρια για ανώτερες σπουδές στην Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ κατόπιν υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα. 3. Φίλιππος (1771 – 1844). Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός. Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, επειδή τον είχαν απελάσει οι Τούρκοι από την Ήπειρο. Ασχολήθηκε με τη βαφή κόκκινων νημάτων κατά το πρότυπο των Αμπελακιών. Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και βοήθησε οικονομικά την Επανάσταση. 4. Φίλιππος (Σμύρνη 1810 – Βίρτσμπουργκ 1892). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη. μαζί με τον αδελφό του, Γεώργιο (βλ. 1), διακόσμησε ζωγραφικά τα Παλιά Ανάκτορα και ίδρυσε το πρώτο φωτογραφείο στην Ελλάδα (1842). Δίδαξε στη Σχολή των Τεχνών (1842-63). Μετά την έξωση του Όθωνα, τον ακολούθησε στη Γερμανία, όπου και πέθανε. Τα έργα του είναι κυρίως ρομαντικά.
* * *
ο (AM μαργαρίτης)
το μαργαριτάρι (ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῡντι καλοὺς μαργαρίτας», ΚΔ)
νεοελλ.
(ορυκτολ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών
νεοελλ.-μσν.
1. σπουδαίος, εξαιρετικός άνθρωπος
μσν.
1. μτφ. α) χαρακτηρισμός τού Ιησού Χριστού, συνήθως μαζί με άλλους («ἀλλὰ πρὸς τὸν χρυσὸν ἰχθύν, αὐτὸν τὸν μαργαρίτην, πρὸς τὸν Δεσπότην τὸν Χριστὸν ἂς δράμωμεν», Φυσιολ.)
β) ο λόγος- «θησαυρός» που περιέχεται στην Αγία Γραφή και οδηγεί στην ουράνια βασιλεία
2. λέγεται ως τιμητική προσφώνηση («Ὦ μαργαρίτη ἔκλαμπρε, ἀτίμητον λιθάριν, ἐσὺ Μαρία Μαγδαληνή» Σκλέντζας)
αρχ.
1. είδος φυτού στην Αίγυπτο
2. φρ. «μαργαρίτης χερσαῑος» — είδος άγνωστου σήμερα πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ανατολικής προέλευσης. Οι Έλληνες γνώρισαν το μαργαριτάρι στην Περσία κατά την εκστρατεία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου (πρβλ. περσ. marvā- rit, marvarīδ). χωρίς να αποκλείεται και η περσική λ. να είναι δάνεια. Έχει υποστηριχθεί ότι ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. manjarī «κάλυκας άνθους» αλλά και «μαργαριτάρι». Η λ., τέλος, έχει επίθημα -ίτης ή -της, που εμφανίζεται συχνά σε ονόματα τα οποία δηλώνουν πετρώματα (πρβλ. ψαμμίτης). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. margarīta)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαργαρίτης — μαργαρί̱της , μαργαρίτης pearl masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρίτης — ο το μαργαριτάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος — (; – 1256). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη (1222 54) και του διαδόχου του, Θεόδωρου B’ Δούκα Λάσκαρη (1254 58). Το 1256 ακολούθησε τον Θεόδωρο στην εκστρατεία του εναντίον της… …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… …   Dictionary of Greek

  • Δήμιτσας, Μαργαρίτης — (Αχρίδα 1829 – Αθήνα 1903). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε σχολάρχης στο ελληνικό σχολείο της πατρίδας του και στην Ελληνική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ίδρυσε εκπαιδευτήριο και δίδαξε γεωγραφία στο Αρσάκειο.… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελίδης, Μαργαρίτης — (Μηχανιώνα Κυζίκου 1850 – Αθήνα 1932). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Βερολίνου. Αρχικά, δίδαξε σε γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1883 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρῖτα — μαργαρίτης pearl masc voc sg μαργαρίτης pearl masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργαρῖται — μαργαρίτης pearl masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Маргаритис, Филиппос — Филиппос Маргаритис Филиппос Маргаритис (греч. Φίλιππος Μαργαρίτης,Смирна 1810 Вюрцбург 1892)  первый греческий фотограф …   Википедия

  • Margarita (nombre) — Margarita La reina Santa Margarita de Escocia Origen griego Género …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”